Παρασκευή 23 Μαΐου 2008

ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΣΑΝΤΟΥΙΤΣ

Ή κοινώς το σύνδρομο του μεσαίου παιδιού. Όπως θα θυμάστε έχω τρεις γιους. Ο μεσαίος λοιπόν γνωστός και ως παιδί αξεσουάρ, ήταν το όνειρο κάθε μητέρας. Θήλασε σαν να το έκανε μια ζωή, κοιμήθηκε πρώτη φορά νύχτα 40 ημερών, δεν έκλαιγε ΠΟΤΕ παρά μόνο αν πεινούσε, καθόταν στο καρότσι με τις ώρες γελώντας, κάθε αντικείμενο ήταν παιχνίδι, δεν καταλάβαμε ποτέ κολικούς, δόντια ή αρρώστια, δεν έκλαψε όταν έπεσε, δεν γκρίνιαξε, δεν έκανε αταξίες. Ξυπνούσε γελώντας, κοιμόταν γελώντας. Η χαρά της ζωής με λίγα λόγια. Αλλά όπως λέει και το τραγούδι «όλα αυτά μέχρι χθες…».

Όπου χθες η μέρα που γεννήθηκε ο τελευταίος νέος!

Έκτοτε έχουμε ένα άλλο παιδί.

Είχα ένα παιδί που έπρεπε να είναι άρρωστο για να το χαϊδέψω ή να το πάρω αγκαλιά, και ξαφνικά απέκτησα ένα παιδί που ξέχασε να περπατάει και έπρεπε να τον κρατάω όλη μέρα.

Είχα ένα παιδί που ξύπναγε και κοιμόταν τραγουδώντας και ξαφνικά απέκτησα ένα που ξύπναγε και κοιμόταν παραπονούμενος.

Δεν πτοήθηκα όμως με όλα αυτά, γιατί ήταν στα πλαίσια του φυσιολογικού και τα περίμενα.

Μετά όμως αρχίσαν τα περίεργα...

Ερχόταν από το σχολείο και μου διηγόταν τις ιστορίες που διηγόταν ο μεγάλος την προηγούμενη π.χ. «παίξαμε μπάλα με την έκτη και τους κερδίσαμε». Θα μου πεις που είναι το περίεργο?

Απλά να, είναι στον παιδικό σταθμό και η τάξη του νηπιαγωγείου είναι η μεγαλύτερη του σχολείου.

Το πλέον ανεξάρτητο παιδί του κόσμου, ήθελε να κοιμάται πιασμένος χέρι χέρι με τον μεγάλο του αδερφό...!

Αλλά τα καλά δεν είναι αυτά! Τα καλά είναι άλλα!

Βρίσκομαι χαρούμενη με τα καμάρια μου σε παιδικό πάρτι και με ρωτάει μία μαμά. «Βρε Μαρία, που το κουμαντάρετε το πόνυ στην αυλή?» Αφού γλίτωσα από βέβαιο πνιγμό με τυροπιτάκι, ψέλισα: «Ποιο?»

-«Το πόνυ που έχετε στην αυλή», μου απαντάει η άλλη μαμά του πεντάχρονου, «το φέρατε από την φάρμα του παπού στην Χαλκιδική?».

Η γυναίκα πρέπει να αντιλήφθηκε το μέγεθος της αγνοίας μου από τα γουρλωμένα μου με το βλέμα του ροφού μάτια.

-« Τι?» Μου λέει, «δεν έχετε ούτε πόνυ ούτε φάρμα?»

Για να μην πολυλογώ, ο κανακάρης μου είπε στους φίλους του ότι έχει ο παπούς στου στην Χαλκιδική μια φάρμα με 50 άλογα. Όταν τον ρώτησα γιατί το είπε αυτό, μου είπε ότι το μπέρδεψε με τους γάϊδαρους. Στην ερώτησή μου «Μα έχει ο παπούς γάϊδαρους?» μου απάντησε «α! Όχι όχι, εννοούσα τις αγελάδες.».

«Γιατί, έχει αγελάδες ο παπούς?» ρώτησα, για να πάρω την απάντηση ότι μπερδεύτηκε με τις τρεις αγελάδες που έφερνε ένας χωρικός στο απέναντι χωράφι κάθε μέρα.

Από τότε ξεκίνησε η περιήγηση στην χώρα του παραμυθιού. Τι, είπε στην δασκάλα του ότι δεν τον ταίζουμε, τον αφήνουμε νηστικό με λίγο γάλα και μόνο κάθε Κυριακή του δίνουμε ένα κομμάτι κοκκινιστο με λίπος! (σημασία στην λεπτομέρεια!). Τι μου είπε εμένα ότι η σεβάσμια κυρία που έχει τον παιδικό σταθμό η οποία σημειωτέον είναι και θεία τους, τον πέταξε κάτω και του έριχνε κλωτσιές στο κεφάλι...(να μην ξέρεις με τι φιδέμπορα έχεις μπλέξει να κάνεις στην γυναίκα μήνυση για κακοποίηση παιδιού!). Τι ότι ο φίλος του Νίκος Βελής (φανταστικό πρόσωπο) έφυγε να ζήσει στις Μπαχάμες.

Και μετά αρχίσαν τα δύσκολα. Οι πιο απέλπιδες προσπάθειες να τραβήξει την προσοχή μας.

- ‘Αναψε όλα τα μάτια της κουζίνας.

-‘Εβαλε τα χέρια του μεσ’ την λεκάνη με το απορρυπαντικό και μετά κατευθείαν στο στόμα του.

-‘Εριξε στο ποτήρι της δασκάλας των αγγλικών έναν βολβό απο τουλίπα.

-Ψέκασε με το ζελέ των μαλιών μου όλο τον καθρέφτη του μπάνιου.

-Πασάλειψε με το (πανάκριβο, κλαψ) γαλάκτωμα σώματός μου το ντουλάπι του μπάνιου.

-Μου κρατούσε μούτρα ένα απόγευμα επειδή δεν του παρήγγειλα πίτσα με ραπανάκια...

Τι να θυμηθώ και τι να αφήσω!

Και όλα αυτά, μετά από οργανωμένη και συνειδητή δική μου και του άντρα μου προσπάθεια να του αφιερώνουμε τον δικό του χρόνο, να τον αντιμετωπίζουμε όπως τον μεγάλο μιλώντας του και συζητώντας με αυτόν, τιμωρώντας τον για τα πράγματα για τα οποία θα τιμωρούσαμε και τον μεγάλο, ανταμείβοντάς τον αντίστοιχα για τα καλά, να τον χαίδολογάμε και να προσπαθούμε να του ενισχύσουμε την αυτοπεποίθηση.

Και το χειρότερο από όλα είναι ότι τον λυπάμαι τόσο πολύ. Τον βλέπω να υποφέρει και ξέρω πως ότι και να κάνω, δυστυχώς θα πρέπει να το ξεπεράσει μόνος του, σιγά σιγά.


Στο ενδιάμεσο, έχουμε κλειδώσει τα απορρυπαντικά, τα φάρμακα, το μπάνιο και δεν τον αφήνουμε στιγμή μόνο του.

Ευτυχώς δεν ξέρει να διαβάζει αλλιώς θα καταλάβαινε ότι με όλα αυτά τον έχει επιτύχει τον σκοπό του, να ασχολούμαστε δηλαδή μαζί του. Εγραψα ένα ολόκληρο άρθρο για την πάρτη του...


Αφιερωμένο στην δική μου αδελφή, παιδί σάντουιτς, που τα κατάφερε εξαίρετα. Μακάρι να της μοιάσει και ο Γιώργος μου!

Δευτέρα 5 Μαΐου 2008

ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΕΣ ΕΞΟΡΜΗΣΕΙΣ

Χρειάζεται αρετή και τόλμη για να ξεκινήσεις ταξίδι 650 χιλιομέτρων με τρία παιδιά !
Εμείς γνωστοί θαρραλέοι εξερευνητές, απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και λοιπών ηρώων, το (ξανα)τολμήσαμε!
Κάθε φορά πιστεύουμε ότι επειδή μεγαλώνουν τα παιδιά το ταξίδι θα είναι πιο ευχάριστο και πιο εύκολο. Κάθε φορά διαψευδόμαστε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Κάπου στην Μαλακάσα (περίπου 625 χιλιόμετρα μακριά από τον προορισμό μας!) ακούμε την ειδική ερώτηση: «Μαμά, φτάνουμε στην Χαλκιδική»????
Εκεί αντιλαμβανόμαστε ότι ήταν φρούδα η ελπίς του ομαλού και άκοπου ταξιδιού και ότι έπονται επιεικώς 6 ώρες γκρίνιας μπροστά!!!
Γιατί δεν είναι μόνο το «φτάσαμε?» είναι το:
«κατουριέμαι», «ανακατεύομαι», «βαριέμαι», «πεινάω», «διψάω», «νυστάζω» και άλλα ρήματα, τα οποία δεν ικανοποιούνται εύκολα εν κινήσει! Σε πρώτη φάση επιστρατεύονται τα ειδικά CD με τα παιδικά τραγουδάκια και παραμύθια. Εκεί τρώμε περίπου μία μιάμιση ώρα, αλλά μετά αρχίζει και γκρινιάζει ο οδηγός : «θα κοιμηθώ», «ακόμα να τελειώσει ο πινόκιο?», «πόσες φορές πρέπει να ακούσουμε τα ζουζούνια να τραγουδάνε για τα ζωάκια?», οπότε περνάμε από την Σκύλλα στην Χάρυβδη και κλείνει το CD…..
Τώρα?
Τώρα είναι η ώρα για το παιχνίδι με τις ταινίες…
Πως την λέγανε την αγαπημένη του Αλλαντίν? Πως λέγανε το κοριτσάκι στο Μπαμπούλας Α.Ε.?, Τι ζώο ήταν ο Ρομπέν των Δασών? Τι αυτοκίνητο ήταν η Σάλλυ στα «Αυτοκίνητα»?, πως λέγανε την γυναίκα του κυρίου Απίθανου?
Με αυτό τον τρόπο περνάει καμία ωρίτσα ακόμη…
Μετά επιστρατεύω τα σάντουιτς, μπισκότα, χυμούς (με κίνδυνο ρουκέτες εμετού, αλλά «πεινάω, πεινάω, πεινάω»!!!)και με ακόμη μεγαλύτερη γκρίνια του οδηγού: "χάλια θα το κάνουν το αυτοκίνητο. Χτες το έπλυνα!"
Τέλος, μετά από 20 ερωτήσεις του στυλ:
-«ακόμα δεν φτάσαμε»?
- «Που είμαστε? Στη Λαμία? Δηλαδή φύγαμε από την Ελλάδα?»
- «Τι ώρα είναι τώρα στη Χαλκιδική? Είναι μέρα ή νύχτα?»
Έρχεται και το καίριο ερώτημα…
«Να δούμε DVD» (στο φορητό, το οποίο κάποιος χριστιανός μας λυπήθηκε και μας το πήρε δώρο)…
Και αφού έχουμε εξαντλήσει τα «μα δες τι ωραία που είναι έξω, το τοπίο τη θάλασσα, το βουνό, τις αγελάδες κτλ.» υποκείπτουμε !
Και σκέφτεται ο αθώος νους, τουλάχιστον τώρα θα ξεκουραστείτε…
Αμ δε! Πρώτα δεν συμφωνούν στην ταινία που θέλουν να δούνε! Μετά δεν αποφασίζουν ποιος θα το κρατάει στην αγκαλιά του! Μετά σταματάμε για βενζίνη και το DVD κλείνει… Άλλο δράμα αυτό…
Και μετά φτάνει αυτό που λέω πάντα " Η καλύτερη ώρα του ταξιδιού"! Πέφτουν όλοι για ύπνο και φτάνουμε και εκεί ξεχνιούνται όλα!


Περνάμε πέντε- έξι ειδυλλιακές μέρες και ξαναμπαίνουμε στο αυτοκίνητο για να ακούσουμε ακριβώς δέκα λεπτά μετά την αναχώρηση μια φωνούλα να λέει:

«φτάνουμε στην Αθήνα?»

Άντε και του χρόνου με υγεία!